Βιοκλιματικός πολεοδομικός σχεδιασμός

Του Κώστα Στεφ.Τσίπηρα (Tsipiras.gr)
Οι πόλεις μας ευθύνονται για το περίπου 30% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας και συμβάλλουν στην παραγωγή του 40% του διοξειδίου του άνθρακα. Ποσοστά που αναμένουμε να αυξηθούν σημαντικά, λόγω του ιλιγγιώδους ρυθμού εγκατάστασης κλιματιστικών μηχανημάτων. Εντούτοις, οι ήπιες κλιματικές συνθήκες και η υψηλή ηλιοφάνεια που επικρατούν στη χώρα μας δεν δικαιολογούν τέτοιο υψηλό ποσοστό ενεργειακής κατανάλωσης. Το υψηλό αυτό ποσοστό, με τις γνωστές συνέπειες στη ρύπανση της ατμόσφαιρας, είναι δυνατόν να μειωθεί κατά πολύ, με τη λήψη κατάλληλων μέτρων και με την εφαρμογή του βιοκλιματικού και ενεργειακού σχεδιασμού και της οικολογικής δόμησης.

Τα κτίρια αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι ενός συνόλου που επηρεάζει και επηρεάζεται από αυτό και αναπαράγει και καθορίζει διαμορφώνοντας ανάλογα το «δομημένο» περιβάλλον.

Εφόσον καταφέρουμε να επιδράσουμε στον τρόπο παραγωγής τους, είναι δυνατόν να συνεισφέρουμε καθοριστικά προς την κατεύθυνση κατάκτησης ενός μεγάλου στόχου, ενός στοιχήματος που οφείλουμε να κερδίσουμε στην αρχή της τρίτης χιλιετηρίδας: το στοίχημα για την επίτευξη μίας ανάπτυξης που θα στηρίζεται στη λογική της αξιοβίωτης ανάπτυξης ,της ορθολογικής χρήσης και εξοικονόμησης των φυσικών και πολιτιστικών πόρων και στην προστασία τους, ώστε να … «έχουν και οι μελλοντικής γενιές» δικαίωμα στην ζωή.

Η νέα αυτή αντίληψη πρέπει να διέπει όλα τα επίπεδα σχεδιασμού, ώστε τα κτίρια μας και οι ανθρώπινοι οικισμοί μας να είναι υγιείς, ασφαλείς, ισόνομοι και αειφόροι.

Επιδιώκουμε την εξασφάλιση υψηλής ποιότητας ζωής που, εκτός των άλλων, προϋποθέτει άνετη διαβίωση, τόσο στα κτίρια όσο και στις πόλεις.

Στο πλαίσιο αυτό, η ενέργεια αποτελεί καθοριστικό στοιχείο, καθώς βρίσκεται στην καρδιά της αειφόρου ανάπτυξης.

Οι πόλεις της Ευρώπης σήμερα, αν και εξακολουθούν να αποτελούν την βασική πηγή δημιουργίας πλούτου και το κέντρο της κοινωνικής και πολιτιστικής ανάπτυξης της, γνωρίζουν εντεινόμενα προβλήματα που συνδέονται με την ταχεία οικονομική αναπροσαρμογή, την ανεργία, τις περιβαλλοντικές συνθήκες, την κυκλοφοριακή συμφόρηση, τη φτώχεια, τις κακές συνθήκες στέγασης, την εγκληματικότητα, την τοξικομανία.

Η ρύθμιση της λειτουργίας της πόλης με στόχο το καλό των κατοίκων της και η έγνοια για τις μελλοντικές γενιές προϋποθέτουν και την έντονη ενασχόληση με τη διατήρηση των διαχρονικών αξιών της, αλλά και δραστική παρέμβαση σε τρόπους ζωής, στη δημιουργία σωστών και αποτελεσματικών τρόπων διοίκησης, διαχείρισης, οικονομικών πόρων, με την ευρεία έννοια του όρου, αλλά και στην προστασία του περιβάλλοντος της και στην συνεργασία με τους πολίτες ισότιμα και χωρίς αποκλεισμούς.

Η εισαγωγή του στόχου της αξιοβίωτης ανάπτυξης κάνει πιο επιτακτική αυτού του είδους την αντιμετώπιση, καθώς επιβάλλει προσεκτική θεώρηση του παρελθόντος, αλλά και πιο υπεύθυνο σχεδιασμό του μέλλοντος. Το αντικείμενο και η πρόκληση είναι τεράστια και δημιουργούν μεγάλες ευθύνες. Η ιδεολογία της βιώσιμης ανάπτυξης συμβάλλει στην επιστροφή στο κοινωνικό πρόσωπο της πολεοδομίας που συνιστά συνειδητό δημιούργημα της φροντίδας για την κοινωνική ευημερία και την αποφυγή της εξόντωσης των αξιών της φύσης και του ανθρώπινου πολιτισμού.

Έχουμε συνειδητοποιήσει τη σχέση εξάρτησης ανάμεσα στις ανθρώπινες δραστηριότητες και την ποιότητα του φυσικού περιβάλλοντος, βιώνουμε φυσικές καταστροφές που οφείλονται αποκλειστικά στην υπερ-εξάντληση των φυσικών πόρων, αντιμετωπίζουμε τις συνέπειες της αλλαγής του κλίματος, ενώ στα μεγάλα αστικά κέντρα οι συνθήκες διαβίωσης τείνουν να γίνουν απάνθρωπες. Ζούμε και στη χώρα μας σε πόλεις με αποπνικτική ατμόσφαιρα, με σοβαρές ελλείψεις σε πράσινο και υποδομές, με αποδιοργανωμένη κοινωνική δομή που επιφέρει την πλήρη απομόνωση, τη αδράνεια και την αδιαφορία. Η υπερ-συγκέντρωση πληθυσμού και δραστηριοτήτων στα μεγάλα αστικά κέντρα δεν έχει ακόμα σταματήσει: επιδεινώνεται έτσι η ποιότητα του περιβάλλοντος και έχουμε κατά πολύ υπερβεί τα όρια μιας «φυσιολογικής» κρίσης οδεύοντας προς την πλήρη καταστροφή του αστικού χώρου, αλλά και των κοινωνικών δομών που αναπτύσσονται σε αυτόν.

Οι ρίζες της σημερινής αστικής κρίσης δεν πρέπει να αναζητηθούν απλώς στον ατελή σχεδιασμό, στην κακή διαχείριση ή στις ανεπαρκείς υλικοτεχνικές ενισχύσεις, αλλά πρωταρχικά στο κοινωνικό σύστημα που έχει δημιουργήσει τη σύγχρονη μητρόπολη και στην αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων. Η εξασθένηση της αίσθησης της ταύτισης με τον άλλον στις πόλεις, που γίνεται εμφανής από το χαμηλό επίπεδο συμμετοχής στις τοπικές δημοκρατικές διαδικασίες, είναι ιδιαίτερα εμφανές από το χαμηλό επίπεδο συμμετοχής στις εκλογές και εν γένει από την περιορισμένη συμμετοχή σε θεσμικές λειτουργίες, ενώ τα θεσμικά όργανα προσπαθούν μάταια να συμβιβάσουν την ευθύνη επίλυσης αστικών προβλημάτων με την έλλειψη θεσμικής και χρηματοπιστωτικής ικανότητας.

Δεν αναζητάμε ουτοπίες ούτε μονόδρομους. Αναζητάμε ένα θετικό όραμα για βιώσιμες πόλεις και οικισμούς, όπου όλοι θα έχουν επαρκή στέγη, θα ζουν σε ένα υγιεινό και ασφαλές περιβάλλον, με βασικές υπηρεσίες και παραγωγική και ελεύθερη επιλεγμένη απασχόληση. Η επίτευξη του στόχου της αξιοβίωτης αναπτύξεως των ανθρώπινων οικισμών και της ενσωμάτωσης στο στρατηγικό σχεδιασμό τους των αρχών της Habitat Agenda για βιώσιμους ανθρώπινους οικισμούς δεν μπορεί να γίνει με τρόπο ενιαίο και καθολικό για όλες τις χώρες ή όλες τις περιοχές.

Δεν είναι παρά οι τοπικές ιδιαιτερότητες, οι συνθήκες και οι κοινωνικές δομές οι παράμετροι εκείνοι που θα προσδιορίσουν εντέλει τον ακριβή τρόπο πραγμάτωσης του στόχου αυτού. Η ίδια η πρακτική των τοπικών κοινοτήτων, η δυνατότητα λειτουργίας της δημοκρατίας στη βάση και η ενεργός συμμετοχή των πολιτών στις αποφάσεις και στην υλοποίηση των έργων προτεραιότητας αποτελούν το μόνο εχέγγυο για την ουσιαστική ενσωμάτωση της <<αειφορίας>> στις πόλεις.

Τότε,μόνον τότε, μπορούμε να ακολουθήσουμε το δρόμο της αξιοβίωτης αναπτύξεως, ως μονόδρομο για να ευτυχήσουμε ,να βιώσουμε την ΟΥΤΟΠΙΑ και να ζήσουμε σε αειφόρες πόλεις. Η αναζήτηση του δρόμου αυτού συνιστά πρόκληση για πολιτικούς, επιστήμονες,μηχανικόυς, αλλά και για όλους τους πολίτες. Η κινητοποίηση και η μεταξύ τους συνεργασία θα αποτελέσει την αναγκαία συνθήκη για τη δημιουργία, αλλά και την επιβίωση των αειφόρων πόλεων.

Σε αυτήν τη λογική, οι ανθρώπινοι οικισμοί της χώρας μας πρέπει να αναπτύσσονται και να εξελίσσονται υπακούοντας στη λογική του κύκλου της φύσης και στην «οικονομία» της φύσης, με γνώμονα την εξυπηρέτηση πραγματικών αναγκών, την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, την προσαρμογή στο τοπίο.

Οι ανθρώπινες κοινωνίες θα πρέπει να κάνουν αποδοτική χρήση τω φυσικών πόρων μέσα στα όρια της φέρουσας ικανότητας των οικοσυστημάτων. Έχουν χρέος να λαμβάνουν υπ΄ όψιν την προσέγγιση της αρχής της προφύλαξης και της παροχής σε όλα τα άτομα ίσων ευκαιριών για μία υγιεινή, ασφαλή και παραγωγική ζωή σε αρμονία με τη φύση, την πολιτιστική κληρονομιά και τις πνευματικές και πολιτιστικές αξίες τους οι οποίες διασφαλίζουν την οικονομική και την κοινωνική ανάπτυξη και την περιβαλλοντική προστασία.