Η “αναγκαιότητα – necessitas”
Η “αναγκαιότητα – necessitas”, ορίζεται σαν η εναρμόνιση της κατασκευής με τους νόμους της φυσικής και της μηχανικής.
Η “άνεση – commoditas”, εκφράζεται από την κάλυψη της, μιας, μέσης κοινωνικής ανάγκης και
Η “Θελκτικότητα – voluptas”, ορίζεται σαν η ικανότητα της αρχιτεκτονικής να εκφράζει, με τα δικά της μέσα, μια ποιητική του δομημένου χώρου, που προέρχεται από την εσωτερική ευχαρίστηση της έκφρασης του συναισθήματος της ομορφιάς.
Φυσικά και υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί, πολλές φορές, μεταξύ τους τρόποι προσέγγισης της αρχιτεκτονικής σύλληψης. Υπάρχει φέρ’ ειπείν η “μεθοδολογική προσέγγιση”, σύμφωνα με την οποία η δυσκολία επίλυσης ενός αρχιτεκτονικού προβλήματος, άρα και της σύλληψης ενός αρχιτεκτονικού έργου, βρίσκεται κυρίως στην έλλειψη ικανότητας έκφρασης του ίδιου του προβλήματος.
Ο Popper, της Σχολής της Βιέννης, ανέφερε χαρακτηριστικά, ότι ένα ανθρώπινο πνεύμα που έχει εκ των προτέρων τη γνώση, κατασκευάζει από μόνο του εκείνες τις παρατηρήσεις, που όταν συγκριθούν με τις συνισταμένες ενός δεδομένου προβλήματος, θα οδηγήσουν, κάποια στιγμή, στην επίλυσή του.
Στη συνέχεια, ο Zeisel πρότεινε, με βάση τις παρατηρήσεις του Popper, το “μοντέλο της μάθησης”, σαν τη βάση που οδηγεί στην αρχιτεκτονική σύλληψη.
Όσο περισσότερα έχει δει, διαβάσει, ακούσει, διαισθανθεί ο αρχιτέκτονας, τόσο το καλύτερο για την παραγωγή του έργου του.
Η “μεθοδολογία της αντιστοίχισης”
Υπάρχει όμως και η “μεθοδολογία της αντιστοίχισης”, σύμφωνα με την οποία η αρχιτεκτονική σύλληψη, αντιστοιχεί στην ίδια διαδικασία σύμφωνα με την οποία παράγεται ένα αρχιτεκτονικό έργο.
Ο Γιοχάνες Ήντεν, κατατάσσει τους καλλιτέχνες (άρα και τους αρχιτέκτονες!) σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες:
α) Τους αυθεντικούς: αυτούς που ότι και να κάνουν έχει την προσωπική ταυτότητά τους, που ακολουθούν όμως συγκεκριμένες νοητικές μανιέρες ή τρόπους προσέγγισης του αρχιτεκτονικού έργου.
β) Τους επιγόνους: αυτούς που ότι και να κάνουν ακολουθούν τους δασκάλους τους, άμεσα (π.χ. σε κάποια Πολυτεχνική Σχολή) ή έμμεσα (π.χ. παρακολουθώντας εξειδικευμένα αρχιτεκτονικά βιβλία, περιοδικά κ.λ.π.) και
γ) Τους οικουμενικούς: αυτούς που ξεπέρασαν και το υποκειμενικό στοιχείο και τις επιρροές και παράγουν το καινούργιο, σαν φόρμα, σαν στυλ, σαν γραφή…
Ο D. Guibert, πρότεινε, στα πλαίσια αυτής της λογικής, την αναγνώριση ενός αρχιτεκτονικού προβλήματος, μέσα από την αντιστοίχισή του, με το ίδιο το corpus (σώμα) των προβλημάτων που απασχολούν την κοινωνία ή την εποχή ή και τα δύο μαζί μέσα στην οποία απευθύνεται. Σ’ αυτή την περίπτωση ο αρχιτέκτονας μεταφράζει περισσότερο ιδέες και συναισθήματα, που απαιτούν μια αποκωδικοποίηση, στα πλαίσια π.χ. μιας οικογένειας, μιας περιοχής ή μιας κοινωνίας ολόκληρης.
Υπάρχει τέλος και η μεθοδολογία, που αποτελεί συγκερασμό και των δύο, παραπάνω, μεθόδων και την οποία και έχω ακολουθήσει πιστά στη διάρκεια, των μέχρι στιγμής, 23 χρόνων της ταπεινής επαγγελματικής μου ζωής.
Η βιο-ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ σύλληψη:
Και σαν τέτοια, εννοούμε, την ενσωμάτωση όλων εκείνων των ευαίσθητων και κρίσιμων παραμέτρων, που θα μας οδηγήσει όχι μόνο στην κάλυψη των κριτηρίων: “necessitas, commoditas και voluptas”, αλλά και του κριτηρίου “ecologicas – της λογικής του οίκου” της οικολογικής λογικής. Της εξοικονόμησης δηλαδή ενέργειας και της χρησιμοποίησης οικοδομικών υλικών φιλικών προς τον άνθρωπο και το περιβάλλον.
Η βιοκλιματική παράμετρος
Και σαν τέτοια νοείται η μελέτη του κλίματος μιας δεδομένης περιοχής, στην οποία πρόκειται να παραχθεί ένα αρχιτεκτονικό έργο (από μία απλή μονοκατοικία, έως ένα πολύπλοκο και ογκώδες κτιριακό συγκρότημα). Τα κλιματικά δεδομένα που κυρίως μας ενδιαφέρουν, στη φάση της βιο-αρχιτεκτονικής σύλληψης είναι οι μέσες μέγιστες, οι μέσες ελάχιστες αλλά και η σχετική υγρασία.
Αυτά τα δεδομένα μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε τις εξωτερικές συνθήκες θερμικής άνεσης ενός μελλοντικού κτηρίου. Όσο, λοιπόν, αυτές οι παράμετροι είναι άνετες κατά τρόπο συνεχή και κατανεμημένο, τόσο είναι πιο εύκολο να συλλάβουμε μια αρχιτεκτονική μορφή που να ανταποκριθεί στις προσδοκίες μας.
Η μελέτη, επίσης, αυτών των παραμέτρων, μπορεί να μας οδηγήσει στην αποφυγή λαθών, π.χ. για ποιο λόγο να επιχειρήσουμε να αυξήσουμε την εσωτερική θερμοκρασία, μέσω π.χ. ενός παθητικού ηλιακού συστήματος, όταν αυτό δεν είναι αναγκαίο, σύμφωνα με την μελέτη του τοπο-κλίματος;
Αν π.χ. σε μια ιδανική περίπτωση, όλες τις ημέρες του χρόνου και σχεδόν 24 ώρες το εικοσιτετράωρο η σχέση υγρασίας / εξωτερικής θερμοκρασίας (P/T) , μένει στο πλαίσιο θερμικής άνεσης, αρκεί να σχεδιάσουμε ένα αρχιτεκτονικό κέλυφος, τέτοιο, ούτως ώστε η εσωτερική θερμοκρασία (Ti) , να είναι σχεδόν ίδια με την εξωτερική (Te) . Δηλαδή Ti = Te, εξασφαλίζοντας ουσιαστικά μόνον ίσκιο για τους χρήστες του κελύφους.
Κάτι ξέρουν οι ιθαγενείς των τροπικών δασών, που κατασκευάζουν ξυλοκαλύβες ανοικτές από παντού, που εξασφαλίζουν, όμως, βαθιά σκιά στους χρήστες τους.
Δυστυχώς, δεν ήταν λίγες οι φορές που μηχανικοί που δούλεψαν για λογαριασμό π.χ. της Παγκόσμιας Τράπεζας, σε αυτές τις περιοχές και στα πλαίσια των υποτιθέμενων προγραμμάτων για τον Τρίτο Κόσμο, κατασκεύασαν καλύβες με στέγες από μπετόν ή από σίδηρο, υλικά δηλαδή που δεν μπορούν να αντανακλάσσουν την ηλιακή ακτινοβολία…
Φυσικά δεν είναι όλες οι κλιματικές συνθήκες ευνοϊκές στον πλανήτη αυτόν που ζούμε και γι’ αυτό ορίζουμε τις εξής δύο θερμοκρασίες:
Tcomb = θερμοκρασία χαμηλής άνεσης και
Tconh = θερμοκρασία υψηλής άνεσης.
Όταν η μέση εξωτερική θερμοκρασία Tem είναι μικρότερη από την Tcomb , τότε μιλάμε για μια κρίσιμη περίοδο ψύχους Tem < Tcomb , μέσης άνεσης, ενώ αν η εξωτερική θερμοκρασία Tem είναι μικρότερη από την Tconh, τότε μιλάμε για μια κρίσιμη περίοδο ζέστης Tem > Tconh, μέσης άνεσης.
Όμως στην πραγματικότητα γνωρίζουμε, όταν π.χ. στη διάρκεια του καλοκαιριού ανανεωθεί ο εσωτερικός αέρας μιας κατασκευής, εξ’ αιτίας της διαφοράς (Ti – Te = ΔTm, οι αυξομειώσεις των κατώτερων και ανώτερων εσωτερικών θερμοκρασιών που μπορούμε να παραστήσουμε με ένα ενιαίο σύμβολο: Ai δεν είναι αμελητέες, παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις κλιμάτων.