ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Ή, …
γιατί να φοβόμαστε το σκυρόδεμα, ήτοι, γαλλιστί, το …μπετόν;;;;
ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟ – ΒΙΟΚΛΙΜΑΤΙΚΟ ΚΤΙΡΙΟ…
ΔΕΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΚΑΤ’ΑΝΑΓΚΗΝ , μη χρησιμοποίηση του σκυροδέματος !!!
αλλά, αποφυγή, του σκυροδέματος, που περιέχει ραδιενέργεια, λόγω της πρόσμειξης του, για να αυξήσουν τα κέρδη τους, οι τσιμεντο- βιομηχανίες, με την
τέφρα, το προιόν της καύσης του λιγνίτη , ΕΝΑ ΑΙΣΧΟΣ, ΠΟΥ ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙ, και συνευθύνη έχει το ΤΕΕ, που το πρότεινε,
πριν από χρόνια…
όχι το σκυρόδεμα, δεν είναι σύγχρονο υλικό, χρησιμοποιείται στην πατρίδα μας, εδώ και χιλιάδες χρόνια…
ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΤΟ ΑΥΤΟ…
Σκυρόδεμα (τσιμέντο) του 1000 π.Χ. ίδιας ποιότητος με το σημερινό και αδιαπέραστο από την ραδιενέργεια, έχει βρεθεί σε πολλά σημεία, του ελληνικού χώρου, όπως στην Ρόδο, στην Αθήνα, και αλλού….
Έχει καλλιεργηθεί η άποψη ότι οι τεχνολογικές γνώσεις των αρχαίων Ελλήνων ήταν ελάχιστες και υπολείποντο κατά πολύ των επιστημονικών τους θεωριών. Όμως ένα πλήθος ιστορικών μαρτυριών, που συστηματικά αποσιωπώνται, καταδεικνύουν το εντελώς αντίθετο. Ακόμη και κάποια διασωθέντα μνημεία της αρχαιότητας παρουσιάζουν ως προς την τεχνολογία τους και τις ιδιότητές τους εκπληκτικά επίπεδα γνώσεως, που είναι γνωστά σε λίγους ερευνητές σήμερα. Παράδειγμα αποτελούν οι αποδείξεις για την επιστήμη της Χημείας, ένα γνωστικό κλάδο του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού με τεχνολογικές εφαρμογές που δεν υπολείποντο σε τίποτε των σημερινών, κλάδο που εν τούτοις είναι λησμονημένος από το διεθνές ακαδημαϊκό κατεστημένο.
Ο Ιωάννης Τσαγκάρης, καθηγητής της Χημείας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, είναι απ’ τους ελάχιστους ερευνητές , που εδώ και χρόνια προσπαθεί να ανασύρει απ’ την ιστορία την θαμμένη γνώση των προγόνων μας. Και ο οποίος με απλά λόγια , μας ενημερώνει, ότι :
Οι περισσότεροι σήμερα δέχονται, ότι η Χημεία έχει τις ρίζες της στην Αίγυπτο, που διέσωσαν οι Άραβες αλχημιστές και κατόπιν οι αλχημιστές του Μεσαίωνα. Η Ελληνική συμβολή δεν ήταν καθόλου γνωστή παλαιότερα, αλλά και σήμερα δεν προβάλλεται επαρκώς. Εκείνος που ανέδειξε την καταλυτική συνεισφορά των Ελλήνων στην γένεση αυτής της επιστήμης ήταν ο Γάλος χημικός Marcelin Berthelot γύρω στα 1888. Ο Μπερτελώ μελέτησε αρχαία και μεσαιωνικά κείμενα
καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι χημικές γνώσεις των αρχαίων Ελλήνων ήταν μεγάλες και πέρασαν στην Αλεξάνδρεια της Ελληνιστικής εποχής. Στην Ελλάδα συνεχιστής των απόψεων του Μπερτελώ και πρωτεργάτης της ανάδειξης της Ελλάδος ήταν ο Μιχαήλ Στεφανίδης από την Λέσβο, καθηγητής της Ιστορίας των Φυσικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Για παράδειγμα στην Ρόδο ήκμασε η πόλη Κάμιρος, απ’ τους Ομηρικούς χρόνους μέχρι το 400 π.Χ. , όταν ο μεγάλος αρχιτέκτονας και πολεοδόμος Ιππόδαμος έκτισε την πόλη της Ρόδου και η Κάμιρος παρήκμασε.
Στην ακρόπολη λοιπόν της Καμίρου σώζεται σήμερα κτίσμα μιας μεγάλης δεξαμενής από μπετόν, χωρητικότητας 600 κυβικών μέτρων που χρονολογείται γύρω στο 500 π.Χ. Είναι πράγματι από μπετόν με προδιαγραφές, σύσταση, ποιότητα, ποιοτική αντοχή και ελαστικότητα όμοια με τις σημερινές, σύμφωνα με εργασία του κ .Ευσταθιάδη. Ο Ε. Ευσταθιάδης είναι ένας πολύ καλός μηχανικός – συνταξιούχος νομίζω τώρα – με μεγάλη πείρα στα μπετόν – μπετόν αρμέ, διευθυντής του Κέντρου Ερευνών Δημοσίων έργων του ΥΠΕΧΩΔΕ. Η αξιέπαινη αυτή εργασία του έγινε το 1978, η οποία δεν αμφισβητείται πειραματικώς και αποδεικνύει ότι το μπετόν της δεξαμενής της Καμίρου είναι όμοιο και ίσως καλύτερο από το σημερινό τύπου “πόρτλαντ”.
Το εύρημα αυτό, που έχει ασφαλώς τεράστιο επιστημονικό, ιστορικό και κατασκευαστικό ενδιαφέρον, δυστυχώς δεν προεβλήθη απ’ το Ελληνικό κράτος.
Το 1992, επίσης, η Αμερικανίδα φυσικοχημικός Μάρθα Μπουντγουαίη έκανε μία ανακοίνωση σε συνέδριο στην Βοστώνη, στην οποία έλεγε ότι το κονίαμα της κατασκευής των επιχρίσεων των αρχαίων μεταλλευτικών δεξαμενών του Λαυρίου είναι αδιαπέραστο από την ραδιενέργεια. Πρόκειται
για ένα είδος τσιμέντου που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες 3000 χρόνια πρίν – τουλάχιστον. Μάλιστα η κυρία Μπουντγουαίη συνέστησε να χρησιμοποιηθεί το υλικό αυτό ως μέσο επιχρίσεως των δεξαμενών αποθήκευσης πυρηνικών αποβλήτων! Αν δεν ήταν ο Μπερτελώ και ο Στεφανίδης , ίσως να μην γνωρίζαμε τίποτα σήμερα.
Μάλιστα ο Στεφανίδης με σειρές βιβλίων του απεδείκνυε, ότι στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν οι “χυμευταί”, κάτι αντίστοιχο των σημερινών χημικών ή χημικών μηχανικών. Ο καθηγητής Ζαχαρίας , μάλιστα , υποστήριξε, ότι η Χημεία έπρεπε να γράφεται με υ και να αναφέρεται και ως “Χυμευτική” !!!
Οι αρχαίοι έλεγαν, πως, για να γίνει μία χημική πράξη, έπρεπε οι ουσίες να περάσουν από την κατάσταση του “χύματος”, που ήταν η λεπτή λειοτρίβηση της ύλης, πολύ λεπτή όπως το αλεύρι, για να αναμειχθεί με άλλο “χύμα” και με την διαδικασία της μεταλλοίωσης, της μεταβολής δηλαδή, θα δώσει ένα άλλο προϊόν. Η πράξη αυτή λεγόταν “χυμίζειν” ή ακριβέστερα “χυμεύειν” . Αυτοί που έκαναν την εργασία αυτή, που κατεύθυναν τους εργάτες, ονομάζονταν “χυμευταί”.
Ας αναφέρουμε ως χυμευτές, τον Θεόδωρο τον Σάμιο (6 ος π.Χ. αιών), τον Γλαύκο τον Χίο (6 ος – 5 ος π.Χ.), τον Αρχύτα τον Ταραντίνο, που ανακάλυψε, που ανακάλυψε και την πρώτη πετομηχανή (αεριωθούμενο) κ.λ.π.
Και … Γιατί δεν υπάρχουν στα αρχαία κείμενα οι λέξεις χυμευτική και χυμευτής ;Διότι τα σχετικά βιβλία κάηκαν το 323 στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Στην Αίγυπτο την εποχή αυτή οι Ελληνομεμφίτες είχαν αποκτήσει τεράστιο πλούτο, λόγω της ικανότητάς τους να μετατρέπουν διάφορα ευγενή μέταλλα σε χρυσό, τα οποία πούλαγαν σε υψηλές τιμές, και έτσι αποτέλεσαν απειλή για την οικονομία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τις γνώσεις αυτές τις είχαν πάρει από τους Έλληνες χυμευτάς, που με τον Μ. Αλέξανδρο έφτασαν εκεί. Έτσι ο Διοκλητιανός διατάζει, όλα τα βιβλία που περιείχαν τις λέξεις “Χυμεία” και “Χυμευτική” να καούν, όπως και έγινε. Τα έκαψαν και στο Σεράπειο και στην Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Οι στρατιώτες έμπαιναν ακόμη και σε σπίτια, όπου είχαν πληροφορίες ότι υπήρχαν τέτοια βιβλία. Και ξέρετε πως σώθηκαν μερικά; Κάποιοι χυμευτές πέθαναν πριν τον διωγμό, ήταν Αιγύπτιοι με Ελληνική μόρφωση. Όπως ξέρετε μέσα στην μούμια έβαζαν και τα αγαπημένα αντικείμενα του νεκρού. Έτσι στις Θήβες της Αιγύπτου τον 19 ο αιώνα βρέθηκαν δύο μούμιες, που περιείχαν χειρόγραφα Χυμευτικής, τα οποία μεταφέρθηκαν στο μουσείο Λέυντεν της Ολλανδίας, που αναφέρουν εκπληκτικά πράγματα : Παρασκευή χρωμάτων, γυαλιών, τεχητών πολύτιμων λίθων, επιχρυσώσεις, όπως ακριβώς κάνουν σήμερα, και ονομασίες στοιχείων όπως π.χ. η σημερινή σόδα ήταν το “νίτρον” αρχαίων Ελλήνων.
Αυτά διάβασε ο Μπερτελώ και πείσθηκε, πως η σημερινή επιστήμη της Χημείας προέρχεται απ’ τους αρχαίους Έλληνες. Το “λεξικό της Σούδας” – και όχι του “Σουΐδα”, όπως το λένε – αναφέρει, ότι σύμφωνα με το διάταγμα του Διοκλητιανού στην Αλεξάνδρεια, και πιθανώς και σε άλλες πόλεις της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, κατακάηκαν “ΤΑ ΠΕΡΙ ΧΗΜΕΙΑΣ ΚΑΙ ΧΡΥΣΟΥ ΤΟΙΣ ΠΑΛΑΙΟΙΣ ΑΥΤΩΝ ΓΕΓΡΑΜΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΡΟΣ ΜΗΚΕΤΙ
ΠΛΟΥΤΕΙΝ ΑΙΓΥΠΤΙΟΙΣ ΕΤΙ ΤΟΙΑΥΤΗΣ ΠΕΡΙΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΤΕΧΝΗΣ, ΜΗΔΕ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΑΥΤΟΥΣ ΘΑΡΡΟΥΝΤΑΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΝ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΑΝΤΑΙΡΕΙΝ” [= τα περί χημείας και χρυσού βιβλία που είχαν γράψει οι αρχαίοι, για να μην πλουτίζουν πια οι Αιγύπτιοι ασχολούμενοι με την τέχνη αυτή και με τα χρήματα να αποκτούν θάρρος, για να επαναστατούν εναντίον των ρωμαίων].
Η επιστημονική γνώση είναι καθαρή Ελληνική σκέψη. Από την ιστορική πλευρά υπάρχουν πολλά κείμενα αρχαίων συγγραφέων, ενώ αντίθετα κείμενα Περσών, Βαβυλωνίων, Χαλδαίων, Αιγυπτίων, Φοινίκων δεν υπάρχουν. Η παλαιά Διαθήκη είναι το μόνο κείμενο που αναφέρεται στην ύλη, όμως καθαρά θεοκρατικά. Οι Ελληνικές αντιλήψεις αντίθετα συμβαδίζουν με τις σημερινές κατακτήσεις της επιστήμης. Αυτά σκοπίμως αποκρύπτονται διεθνώς από ανθελληνικά κέντρα και από θεωρίες όπως του Μπερνάλ ή του Κάντινγκτον.
Στον λόφο όπου εντοπίζεται η ακρόπολη της αρχαίας Καμίρου στην Ρόδο, πλησίον του ναού της Αθηνάς Καμιράδος, βρίσκεται αρχαιότατη δεξαμενή χωρητικότητας 600 περίπου κυβικών μέτρων. Η δεξαμενή αυτή, το κτίσιμο της οποίας χρονολογείται κατά προσέγγιση στο 900 π.Χ., είναι κατασκευασμένη από ένα υλικό σκληρό και αδιάβροχο, η παρουσία του οποίου προέτρεψε προ πολλών ετών τον επίτιμο διευθυντή του τ. Υπουργείου Δημοσίων Έργων κ. Ευστάθιο Ευσταθιάδη, που βρισκόταν για επαγγελματικούς λόγους στην Ρόδο, να λάβει δείγματα του υλικού αυτού και να προχωρήσει σε χημική ανάλυσή τους.
Όπως τελικά διεπίστωσε, πρόκειται για ένα μείγμα αδρανούς υλικού, το οποίο συνιστά έναν τύπο σκυροδέρματος (τσιμέντου), που ελάχιστα διαφέρει από το εν
χρήσει σημερινό (τύπου πόρτλαντ). Ο κ. Ευσταθιάδης συνέγραψε και ειδική μονογραφία για το θέμα με πληθώρα ιστορικών, τεχνικών και χημικών πληροφοριών.Μήπως, υφίστανται διαφορές μεταξύ του σκυροδέματος που ανακαλύφθηκε στην αρχαία Κάμιρο και του σημερινού εν χρήσει μπετόν;
Την σοφή απάντηση , μας την δίνει και πάλι ο σοφός καθηγητής Τσαγκάρης, που κακώς η Ελλάδα, δεν τον τίμησε …
<<Ουσιαστικά δεν έχουν καμία απολύτως διαφορά. Η τεχνολογία του σημερινού μπετόν, που χρησιμοποιείται στα οποιαδήποτε έργα, οικοδομές, λιμάνια, γέφυρες, αεροδρόμια κλπ, είναι ακριβώς ίδια με αυτήν του αρχαίου Ελληνικού μπετόν. Μία μικρή ωστόσο αλλά αξιοπρόσεκτη και σημαντική υπέρ του αρχαίου Ελληνικού σκυροδέματος διαφορά είναι, ότι οι αρχαίοι πρόσεξαν να δώσουν στην τσιμεντένια μεμβράνη, που παρεμβάλλεται μεταξύ όλων των κόκκων της συνθέσεως του μπετόν, λίγο μεγαλύτερο πάχος απ’ ότι βλέπει κανείς στο σημερινό μπετόν.
Αυτό αποτελεί μία από τις αποδείξεις της σοφίας των αρχαίων Ελλήνων μηχανικών….>>
ΕΡΩΤΗΣΗ : Εκτός απ΄ το συγκεκριμένο δείγμα της Καμίρου, ενδέχεται το σκυρόδεμα να ήταν γνωστό και εν χρήσει και σε άλλα μέρη του Ελλαδικού χώρου;
Οι ΑΡΧΑΊΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΙ- τεχνικοί είχαν την σοφία, παράλληλα με όλες τις άλλες φιλοσοφικές τοποθετήσεις τους, να παρατηρήσουν ότι το χώμα της Σαντορίνης, που είχε βγει από το ηφαίστειο, έχει ιδιαίτερες ιδιότητες, που το κάνουν να διαφέρει από όλα τα γνωστά ανά τον Ελλαδικό χώρο εδάφη.
Πειραματίστηκαν επάνω σ’ αυτό, αφού τους κίνησε την περιέργεια, και κατέληξαν όχι μόνο να το χρησιμοποιούν αναμιγνύοντας το με ασβέστη, ο οποίος τους ήταν ήδη από παλαιότερα γνωστός, αλλά και να παράγουν μία “λάσπη”, η οποία άντεχε περισσότερο στο νερό και μπορούσε να πήξει μέσα σε αυτό, σε αντίθεση με άλλα κοιτάσματα από φυσική άμμο και ασβέστη. Αλλά εν συνεχεία, αφού επεξέτειναν τις μελέτες τους, διεπίστωσαν ότι το λεπτότατο υλικό της “Θηραϊκής γης”, που υφίσταται σε πολύ μικρό ποσοστό, ίσως κάτω του 20%, είναι και το πλέον ουσιώδες. Γι’ αυτό το λόγο επινόησαν κάποια γνωστή μόνο σ’ αυτούς μέθοδο την οποία εφήρμοσαν σε εκτεταμένη κλίμακα για την παραγωγή των γεωδών χρωστικών υλών, τις οποίες χρησιμοποιούσαν για την βαφή και ζωγραφική των αρχαίων Ελληνικών αγγείων. Κατασκεύαζαν έτσι αυτά τα απαράμιλλα έργα τέχνης, η αντοχή των οποίων ακόμα και μέσα στην θάλασσα με την πάροδο όχι μόνο των αιώνων αλλά και των χιλιετιών παραμένει αναλλοίωτη.